μετρολογία

μετρολογία
η (ΑΜ μετρολογία)
νεοελλ.
1. έρευνα, μελέτη, πραγματεία για τα μέτρα και τα σταθμά
2. η επιστήμη που ασχολείται με τις κάθε είδους μετρήσεις
μσν.
τρόπος μετρήσεως
αρχ.
η θεωρία τών αναλογιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + -λογία*. Η λ., με τη νεοελλ. σημ. της ως επιστήμης τών μετρήσεων, είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. metrologie. Και με την τελευταία αυτή σημ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετρολογίαν — μετρολογίᾱν , μετρολογία theory of ratios fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Metrology — This article is about the science of measurement. For the study of weather see Meteorology. A scientist stands in front of a microarcsecond (1 millionth of 1 arcsecond or 1 millionth of 1/3600 degree) testbed. Metrology is the science of… …   Wikipedia

  • μετρολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετρολογία 2. φρ. «μετρολογικός συγγραφέας» ο μετρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρολογία ή/και μετρολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • μετρογραφία — η 1. το να γράφει κάποιος ύστερα από μετρήσεις 2. η τεχνική τών μετρήσεων και απεικονίσεων 3. μελέτη, πραγματεία περί μέτρων και σταθμών, αλλ. μετρολογία, μετρονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • μετρονομία — η [μετρονόμος] η επιστημονική ενασχόληση με τα μέτρα και τα σταθμά, αλλ. μετρολογία, μετρογραφία …   Dictionary of Greek

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Φαμπρί, Κάρολος — (Fabry, 1867 – 1945). Γάλλος φυσικός. Διετέλεσε στην αρχή καθηγητής της βιομηχανικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Μασαλίας (1894). Το 1921 διορίστηκε καθηγητής στη Σορβόνη και διευθυντής του Ινστιτούτου Οπτικής. Όλες σχεδόν οι έρευνες και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”